Νέα Έκδοση: Σπύρος Δουκάκης - Σελίδες Κερκυραϊκής Μουσικής Ιστορίας |
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΟΥΣΙΚΗΣ "ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΑΛΙΚΙΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΟΣ"
ΣΠΥΡΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ
Σελίδες κερκυραϊκής μουσικής ιστορίας
Δημήτρης Παπικινός
...
Η νέα βιογραφική έκδοση της «Παλαιάς» Φιλαρμονικής: Ο συνθέτης και μουσικός διευθυντής Σπύρος Δουκάκης (1886-1974)
H Διοικητική Επιτροπή της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας, προβαίνοντας ήδη από το 2010 στην έκδοση «Μελετημάτων» σχετικών με το έργο αξιόλογων Eπτανησίων συνθετών και με σημαντικές πτυχές της ευρύτερης μουσικής ιστορίας της Ελλάδος, με ιδιαίτερη χαρά παρουσιάζει στους φιλόμουσους και φιλίστορες αναγνώστες την έβδομη έκδοση του Μουσείου Μουσικής της Παλαιάς Φιλαρμονικής. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό, ότι οι παραπάνω εκδόσεις έχουν πλέον καθιερωθεί ως γόνιμο βήμα κατάθεσης πρωτότυπου επιστημονικού λόγου εντός της ελληνικής μουσικολογικής κοινότητας.
Ο έβδομος τόμος των μουσικολογικών εκδόσεων της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας τιτλοφορείται «Σπύρος Δουκάκης (1886-1974): Σελίδες Κερκυραϊκής Μουσικής Ιστορίας». Σε αυτόν παρουσιάζεται η ζωή και το έργο του αρχιμουσικού και συνθέτη Σπύρου Δουκάκη, μιας προσωπικότητας, η οποία, ξεκινώντας την πορεία της από την Κέρκυρα και σπουδάζοντας στην Ιταλία και στη Γερμανία, τάραξε ποικιλοτρόπως τα νερά της προπολεμικής μουσικής Κέρκυρας, υπηρετώντας αμφότερα τα φιλαρμονικά σωματεία της πόλης και τη μουσικοθεατρική κίνησή της, και είχε μια εξίσου σημαντική πορεία τόσο στην προπολεμική, όσο και στη μεταπολεμική Αθήνα. Το καινούργιο μελέτημα είναι ο ερευνητικός καρπός της πολυετούς ενασχόλησης με τον Σπύρο Δουκάκη του αναγνωρισμένου αρχιμουσικού και κλαρινετίστα Δημήτρη Παπικινού, ο οποίος στις σελίδες του πονήματός του ξεδιπλώνει και το ιδιαίτερο ερευνητικό τάλαντό του. Τον ευχαριστούμε θερμότατα για την εμπιστοσύνη του και την τόσο καρποφόρα εκδοτική συνεργασία μας, καθώς και για την εμβριθή και μεθοδική έρευνά του. Αυτή πραγματικά προσφέρει πάμπολλες σελίδες άγνωστης κερκυραϊκής μουσικής ιστορίας, οι οποίες προσθέτουν πλειάδα πρωτοφανέρωτων δεδομένων σχετικών με τη μουσική ιστορία του τόπου μας και της πατρίδας μας γενικότερα, καταρρίπτοντας πολλούς μύθους και παρερμηνείες. Ωστόσο, οι πρωτότυπες θεάσεις και οι νέες πληροφορίες που προσφέρει ο συγγραφέας δεν παραμένουν στο επίπεδο της νοσταλγίας των εποχών εκείνων, αλλά αποκαλύπτουν στο ενεργό αναγνώστη τα στοιχεία εκείνα που με τρόπο δυναμικό και θετικό προβληματίζουν και για το παρόν και για μέλλον της μουσικής δραστηριότητας στο νησί μας και πέρα από αυτό.
Η έκδοση διατίθεται αποκλειστικά από τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας (οδός Νικηφόρου Θεοτόκη 10) και οι ενδιαφερόμενοι να την αποκτήσουν μπορούν να επικοινωνήσουν με το ίδρυμα είτε τηλεφωνικά (26610 39289, απογευματινές ώρες) είτε μέσω email (info@fek.gr). Με την επανέναρξη λειτουργίας του Μουσείου Μουσικής (1η Απριλίου 2023) η καινούργια έκδοση, όπως και οι προηγούμενες, θα διατίθεται και από τον χώρο του (πρωινές ώρες).
...
|
Νέα έκδοση του Μουσείου Μουσικής της Παλαιάς |
Η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας (Παλαιά) με ιδιαίτερη χαρά ανακοινώνει την κυκλοφορία της πέμπτης επιστημονικής έκδοσης του Μουσείου Μουσικής της. Ο τόμος είναι αφιερωμένος στον εμβληματικό Κερκυραίο μουσικολόγο Σπύρο Μοτσενίγο (1911-1970) και πρόκειται για συνέκδοση με το Εργαστήριο Ελληνικής Μουσικής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, το οποίο έχει και την επιστημονική επιμέλεια της έκδοσης. Ως γνωστόν, ο Σπύρος Μοτσενίγος ξεκίνησε τη μουσική πορεία του στην Παλαιά Φιλαρμονική και από το 1928 βρέθηκε στην Αθήνα σπουδάζοντας ανώτερα θεωρητικά και διεύθυνση μπάντας στο Ωδείο Αθηνών. Συνέπραξε με τις δημοτικές μπάντες της πρωτεύουσας και του Πειραιά, δραστηριοποιήθηκε επί χρόνια ως καθηγητής του Ελληνικού Ωδείου, και από το 1943 έως το 1968 υπήρξε τρομπετίστας της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών συνεργαζόμενος σε τακτική βάση και με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Ωστόσο, την ημέρα του θανάτου του ο Μοτσενίγος δεν κατέλειπε μόνο την παραπάνω σημαντική καλλιτεχνική και παιδαγωγική πορεία, αλλά και ένα ρηξικέλευθο για την εποχή ερευνητικό έργο, το οποίο συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς στον χώρο της ελληνικής μουσικολογίας. Άφησε επίσης και το κληροδοτημένο σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος Αρχείο Νεοελληνικής Μουσικής, το οποίο πρωτοποριακό τότε στη σύλληψη, εμπλουτιζόμενο μέχρι την τελευταία στιγμή από τον ιδιοκτήτη του και εντυπωσιακό σε όγκο ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα, συνεχίζει να αποτελεί εφαλτήριο για τους ερευνητές της μουσικής της Ελλάδος των Νεωτέρων Χρόνων. Με αφορμή, λοιπόν, τη συμπλήρωση 50 ετών από τον θάνατο του Σπύρου Μοτσενίγου και επιχειρώντας την ανάδειξη της δυναμικής που έχει λάβει τις τελευταίες δεκαετίες η συστηματική έρευνα στον χώρο της Νεοελληνικής Μουσικής, το Εργαστήριο Ελληνικής Μουσικής και η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας συνδιοργάνωσαν το επιστημονικό συνέδριο «Νεοελληνική Μουσική. Ζητήματα Ιστορίας και Ιστοριογραφίας», το οποίο ορίστηκε να πραγματοποιηθεί στην Κέρκυρα από 13 έως και 15 Μαρτίου 2020. Ωστόσο, τα δεδομένα σε σχέση με την πανδημία Covid-19 στη χώρα μας οδήγησαν στη ματαίωση του συνεδρίου μόλις έξι ημέρες πριν την έναρξή του. Η εξέλιξη αυτή δεν πτόησε τους διοργανωτές και άμεσα αποφασίστηκε η έκδοση ενός συλλογικού τόμου, ο οποίος θα περιείχε τα πονήματα που είχαν ήδη ετοιμαστεί για να παρουσιαστούν στο συνέδριο. Αποτέλεσμα είναι ο συγκεκριμένος τόμος, ο πέμπτος των εκδόσεων του Μουσείου Μουσικής της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας. Στις 400 σελίδες του συγκεντρώνονται εικοσιτέσσερα πρωτότυπα μελετήματα νέων και παλαιότερων εκλεκτών ερευνητών με ποικιλία θεμάτων που χρονικά εκτείνονται από τον 16ο αιώνα έως τις παρυφές του 21ου. Η έκδοση διατίθεται από τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας στην τιμή των 20 Ευρώ. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να προμηθευτούν αντίτυπα από το Μουσείο Μουσικής του ιδρύματος (Νικηφόρου Θεοτόκη 10, α΄ όροφος) από Δευτέρα έως και Σάββατο, 9.30-13.30 (τηρούνται όλοι οι κανόνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας). Οι εκτός Κερκύρας ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνήσουν απευθείας με τη Φιλαρμονική μέσω του email <
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.
> και να θέσουν την παραγγελία τους. Τα περιεχόμενα του τόμου είναι τα παρακάτω: • Μαγδαληνή Καλοπανά, “Πρισματική μουσική ιστοριογραφία και διασυνδέσεις μουσικών αρχείων. Όψεις της σκηνικής μουσικής του 20ού αιώνα με έμφαση στις ραδιοφωνικές θεατρικές παραγωγές του ΕΙΡ/ΕΡΑ (1954-2001)” • Μανώλης Σειραγάκης, Γεωργία Κονδύλη, “Παρουσίαση του Αρχείου του Τομέα Θεατρολογίας / Μουσικολογίας / Κινηματογράφου του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης” • Λοΐζος Παναγή, “Κρατικό Αρχείο Κύπρου: Αναφορά και σχολιασμός τεκμηρίων μουσικολογικού ενδιαφέροντος” • Χάρης Ξανθουδάκης, “Για την προϊστορία των ιστοριών της Νεοελληνικής Μουσικής” • Λάμπρος Ευθυμίου, “Η επίδραση των ιστορικών περιόδων από την ίδρυση του ελληνικού κράτους στη διδασκαλία του δημοτικού τραγουδιού στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και η ένταξη πρόσθετων θεματικών ενοτήτων στο σύγχρονο πρόγραμμα σπουδών” • Σπύρος Καρύδης, “Ψάλτες στην Κέρκυρα, 16ος-19ος αιώνες. Αρχειακά τεκμήρια” • Νάσος Βαγενάς, Κώστας Καρδάμης, “Ο ποιητής των Arie Greche: Για την ελληνόφωνη μελοθέτηση του πρώιμου 19ου αιώνα” • Γιώργος Ζούμπος, “Οι Ιταλοί αρχιμουσικοί της Φιλαρμονικής Εταιρείας «Μάντζαρος»” • Διονύσης Φλεμοτόμος, “Η εντός του ναού προσευχή της Φιλαρμονικής Ζακύνθου. «Η Preghiera του Αγίου Διονυσίου» και άλλες εθιμικές ή περιστασιακές περιπτώσεις” • Ναυσικά Τσιμά, “Ιδεολογικός προσανατολισμός και πολιτική ταυτότητα της πρώτης ελληνικής γραμματικής για την τονική μουσική (1830) μέσα από το χρονικό της διαμάχης μεταξύ Νικόλαου Φλογαΐτη και Jean Palairet” • Στέλλα Κουρμπανά, “Η μουσική εκπαίδευση στην Ερμούπολη κατά τον 19ο αιώνα” • Kωνσταντίνος Σαμπάνης, “Η ιστορική παράσταση της Aida του Giuseppe Verdi στο Παναθηναϊκό Στάδιο (21.4/4.5.1919) και ο φιλανθρωπικός της χαρακτήρας” • Κωνσταντίνος Σουέρεφ, “Η περιοδεία του Θιάσου Ολυμπίας Καντιώτη-Ιωσήφ Ριτσιάρδη- Σαμαρτζή στην Αίγυπτο το 1927: Μια απόπειρα αποτύπωσης” • Νίκος Τζιούμαρης, “Η ίδρυση και λειτουργία της πρώτης ελληνικής ραδιοφωνικής συμφωνικής ορχήστρας κατά την περίοδο του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου” • Γιώργος Σακαλλιέρος, “Τα Ωδεία ως φορείς ιδεολογικών και πολιτισμικών τάσεων της εποχής τους: Μια εισαγωγική κριτική επισκόπηση” • Θεοδώρα Ιορδανίδου, “Το φλάουτο στο Εθνικό Ωδείο και την Εθνική Μουσική Σχολή μέχρι το 1940” • Δέσποινα Αυθεντοπούλου, “Δελτία Εθνικού Ωδείου: Όψεις του «εθνικού» κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα” • Μαντώ Πυλιαρού, “Μουσικές εκδηλώσεις στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα (1921-1934). Ο ρόλος των ωδείων” • Κωνστάντζα Γεωργακάκη, “Όψεις του αθηναϊκού μουσικού τοπίου το καλοκαίρι του 1941” • Μαρία Ντούρου, “Ο μελοποιημένος Καβάφης στο Αρχείο του Ωδείου Αθηνών. Συγκριτική ανάλυση των μουσικών αποδόσεων των ποιημάτων Φωνές και Ηδονή” • Πάρις Κωνσταντινίδης, “Αφομοιώνοντας τον Ψυχρό Πόλεμο: Οι συμφωνικές ορχήστρες των Θεοδωράκη – Χατζιδάκι στα μέσα της δεκαετίας του ’60” • Κατερίνα Τσιούκρα, “Το «πείραμα» του Μάνου Χατζiδάκι” • Δημήτριος Βασιλάκης, “Προς αναζήτηση ελληνικού μουσικού προσώπου: Με αφορμή μια συνέντευξη του Ξενάκη στον Θεοδωράκη” • Γιώργος Μονεμβασίτης, “Βιωματικές εμπειρίες από τη δισκογράφηση λόγιας ελληνικής μουσικής στην Ελλάδα”
|
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 και η μπάντα της Παλαιάς Φιλαρμονικής |
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 και η μπάντα της Παλαιάς Φιλαρμονικής
Ολυμπιακή χρονιά, έστω και με ένα έτος καθυστέρηση, η φετεινή και η συγκυρία δίνει τη ευκαιρία να θυμηθούμε την άμεση μουσική σύνδεση της Κέρκυρας, και ειδικά της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας, με τους θρυλικούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας την άνοιξη του 1896. Φυσικά, η αμεσότερη σχέση είναι ευρέως γνωστή: Ο Σπύρος Σαμάρας, καθιερωμένος πλέον ως συνθέτης όπερας και εκ των πλέον αναγνωρίσιμων Ελλήνων στο εξωτερικό, καθώς και από το 1889 επίτιμος Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Παλαιάς Φιλαρμονικής, έλαβε την παραγγελία της σύνθεσης του «Ολυμπιακού Ύμνου» που θα ακουγόταν κατά τη σύγχρονη αναβίωσή τους στην Αθήνα. Το έργο του θα καθιερωνόταν τελικά ως μόνιμος ύμνος των ολυμπιακών διοργανώσεων το 1958.
Πέρα από αυτή τη διαχρονική παρουσία της Κέρκυρας στο παγκόσμιο αυτό γεγονός, είναι εξίσου ευρέως γνωστό, ότι η μπάντα της Φιλαρμονικής έδωσε αυτοπροσώπως το παρών στους Αγώνες της Αθήνας. Πράγματι, την άνοιξη του 1896 η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας υμπεριλαμβανόταν σε εκείνες που είχαν προσκληθεί για να λάβουν μέρος στις μουσικές εκδηλώσεις των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ωστόσο, σοβαροί λόγοι απέτρεψαν την μπάντα της Φιλαρμονικής από το να παρεβρεθεί στην τελετή έναρξης. Ο κυριότερος από αυτούς φαίνεται να ήταν η χρονική σύμπτωση της έναρξης των Αγώνων με το Πάσχα των Ορθοδόξων και την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες των Αθηνών ξεκίνησαν ακριβώς στις 25 Μαρτίου / 6 Απριλίου 1896, Δευτέρα του Πάσχα, γεγονός που, παρά τις ενέργειες που έλαβαν χώρα, καθιστούσε απολύτως ανέφικτη την έγκαιρη παρουσία της μπάντας στην Αθήνα εξαιτίας των υπόχρεώσεών της στις κερκυραϊκές πασχαλινές θρησκευτικές τελετές.
Πάντως, η μπάντα της Παλαιάς Φιλαρμονικής αναχώρησε με ατμόπλοιο την Τετάρτη της Διακαινησίμου (27 Μαρτίου) και έφθασε στην Αθήνα το απόγευμα της 28 Μαρτίου / 9 Απριλίου 1896 [βλ. εφημερίδες «Επόπτης» 112 (1.4.1896) και την αθηναϊκή εφημερίδα «Εφημερίς», αρ. 88 (28.3.1896)]. Την επομένη, μάλιστα, έφθασε στην Αθήνα και η μπάντα της ιδρυμένης το 1890 Φιλαρμονικής Εταιρίας «Μάντζαρος». Το βράδυ της 28ης Μαρτίου η μπάντα της Παλαιάς συμμετείχε σε κοινή συναυλία με την ορχήστρα και τη χορωδία της Φιλαρμονικής Αθηνών, αποδίδοντας μια εκτενή επιλογή από τον «Mefistofele» του Arrigo Boito. Στη συναυλία ήταν παρών και ο επίτιμος Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Παλαιάς Φιλαρμονικής, ο Σπύρος Σαμάρας, ο οποίος διεύθυνε την ορχήστρα στον ‘Χορό των Λουλουδιών’ από την δημοφιλή όπερά του «Flora Mirabilis», ενώ το κύριο μέρος της ίδιας συναυλίας αφορούσε στην πρώτη παρουσίαση του συμφωνικού ποιήματος «Πένταθλον» του Κεφαλονίτη μαέστρου και συνθέτη Διονύσιου Λαυράγκα.
Η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας ήταν και η μοναδική μη στρατιωτική μπάντα που συμμετείχε στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων και στην απονομή των επάθλων στους νικητές, όπου ανακρούσθηκαν ο Εθνικός και ο Ολυμπιακός Ύμνος [βλ. την αθηναϊκή εφημερίδα «Εφημερίς», αρ. 95 (4.4.1896)]. Επιπλέον έδωσε υπαίθριες συναυλίες στις πλατείες Συντάγματος και Ομονοίας και έλαβε μέρος στη λαμπαδηφορία της 31ης Μαρτίου [«Μουσική Ἐφημερίς», τ. 2-3 (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1896)]. Μάλιστα, ο αθηναϊκός τύπος της εποχής δεν έχανε ευκαιρία να αναφερθεί με επαινετικά σχόλια στις δραστηριότητες της μπάντας της Παλαιάς Φιλαρμονικής, την παρουσίαση των οποίων δεν επιτρέπει ο διαθέσιμος χώρος. Στα επόμενα χρόνια η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας θα απέδιδε τον «Ολυμπιακό Ύμνο» σε κερκυραϊκές τελετές και σχολικές επιδείξεις, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην ιδιαίτερη σύνδεση της Κέρκυρας με την εν λόγω σύνθεση του Σαμάρα.
Η παρουσία της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας, όμως, στις ολυμπιακές μουσικές δραστηριότητες του 1896 δεν σταματά εδώ. Ο συνθέτης και αρχιμουσικός Ιωσήφ Καίσαρης, ο οποίος τελικά ενορχήστρωσε τον «Ολυμπιακό Ύμνο» του Σαμάρα, ήταν απόφοιτος της Παλαιάς Φιλαρμονικής. Το ιδιόγραφο της ενορχήστρωσης του Ιωσήφ Καίσαρη εκτίθεται μάλιστα στο Μουσείο Μουσικής της Παλαιάς [βλ. εικόνα]. Ο Ιωσήφ Καίσαρης, επιπλέον, ήταν υπεύθυνος για την επιλογή και την επιθεώρηση των μουσικών σχημάτων που θα λάμβαναν μέρος στις μουσικές εκδηλώσεις των Ολυμπιακών Αγώνων, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην άρτια μουσική εκπροσώπηση του Ελλαδικού Βασιλείου στο διεθνές ολυμπιακό γεγονός. Τέλος, ο Ιωσήφ Καίσαρης μαζί με τον αδελφό του (και επίσης παλαιό μαθητή της Φιλαρμονικής) Σπυρίδωνα συμμετείχαν στις μουσικές δραστηριότητες των Ολυμπιακών Αγώνων τόσο ως αρχιμουσικοί όσο και ως συνθέτες. Ο Ιωσήφ Καίσαρης, μάλιστα, συνέθεσε και το εμβατήριο «Νενικήκαμεν» με αφορμή τη νίκη του Σπύρου Λούη στο αγώνισμα του μαραθωνίου δρόμου. Και αυτό το έργο φυλάσσεται στο Μουσικό Αρχείο της Φιλαρμονικής και αποτελεί μέρος του ρεπερτορίου της μπάντας της Παλαιάς.
Με τα παραπάνω δεδομένα, εύλογη ήταν η παρουσία της μπάντας της Παλαιάς Φιλαρμονικής στην τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας στην Ολυμπία το 2004, αλλά και η συμμετοχή της στις μουσικές εκδηλώσεις των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας την ίδια χρονιά.
Έρευνα-Κείμενα: Κώστας Καρδάμης
***
|
10 Ιουλίου 1865: Ο «Ύμνος των Επτανήσων» καθιερώνεται ως «Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος» |
Ύμνος εις την Ελευθερίαν: 10.7.1865, 156 χρόνια Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας
10 Ιουλίου 1865: Ο «Ύμνος των Επτανήσων» καθιερώνεται ως «Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος»
***
Η φετινή επέτειος των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής αλιγγενεσίας, καίτοι πραγματοποιείται υπό πρωτοφανείς συνθήκες, έχει προσφέρει και πολλές ευκαιρίες για επαναπροσεγγίσεις δεδομένων συμβόλων. Ένα από τα σύμβολα αυτά που αδιαλείπτως συνοδεύει σταθερά και καθημερινά το σύνολο σχεδόν των τελευταίων 200 ετών είναι μελωδικό. Ο λόγος φυσικά για τον Εθνικό Ύμνο μας, ο οποίος καθιερωμένος μια μέρα σαν και αυτή πριν από 156 χρόνια (1865) είχε ευρύτερη κοινωνική και πατριωτική αποδοχή ήδη από το 1830 (την ώρα που ο απελευθερωτικός αγώνας βρισκόταν σε εξέλιξη και δεν είχε ξεκάθαρη ευόδωση). Ευκαιρία είναι λοιπόν λόγω της πολλαπλής συγκυρίας να γίνει μια σύντομη υπενθύμιση της πορείας του Ύμνου μας και της σημασίας της Παλαιάς Φιλαρμονικής της Κέρκυρας στη διάδοσή του. Από την Κέρκυρα στο Πανελλήνιο
Στις 10.7.1865 (28.6.1865 με το παλαιό ημερολόγιο) εκδιδόταν στηνΚέρκυρα βασιλικό διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο οριζόταν «ως επίσημον εθνικόν άσμα ο παρά του Μουσικοδιδασκάλου Κυρίου Μαντζάρου τονισθείς Ύμνος εις την Ελευθερίαν του αοιδίμου εθνικού ποιητού Σολωμού». Με αυτή την κάπως στεγνή γλώσσα καθιερωνόταν την ημέρα εκείνη ο νέος (και μέχρι σήμερα γνωστός) Ελληνικός Εθνικός Ύμνος. Το 1865, όμως, η συγκεκριμένη μουσική σύνθεση είχε ήδη πίσω της πολυετή πορεία, η οποία την είχε ήδη καθιερώσει ως το πλέον αναγνωρίσιμο «εθνικό άσμα» στην κοινή συνείδηση των Επτανήσων, αλλά και της κυρίως Ελλάδας. Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού δημοσιεύθηκε ως ποιητικό κείμενο στο Μεσολόγγι το 1825, αλλά είχε αρχίζει νωρίτερα να γίνεται γνωστός, ακόμα και να τραγουδιέται. Τον Δεκέμβριο του 1828 ο Σολωμός έφτασε στην Κέρκυρα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα μέχρι τον θάνατό του το 1857. Εκεί σχεδόν αμέσως συνδέθηκε στενά με τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο (1795-1872), τον μόνον άνθρωπο που μπορούσε με ευκολία να διαπεράσει τον παροιμιώδη απομονωτισμό του Σολωμού. Άλλωστε ποίηση και μουσική μπορούσαν εύκολα να βρουν κοινά σημεία επαφής, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία θεωρούνταν οι «δίδυμες τέχνες». Ο πρώτος καρπός της άμεσης συνεργασίας τους είχε σχέση με την τρέχουσα πραγματικότητα. Επρόκειτο φυσικά για τη λεγόμενη «πρώτη μελοποίηση» του συνόλου των στίχων του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», η οποία ολοκληρώθηκε μεταξύ 1829 και 1830. Θα ακολουθούσαν και άλλες μελοποιήσεις του ίδιου ποιήματος, αλλά και πλειάδας άλλων ελληνόγλωσσων στιχουργημάτων του Σολωμού, καθώς και πολλών άλλων Ελλήνων ποιητών. Η «πρώτη μελοποίηση» του «Ύμνου» αποτελείται από 24 μέρη, το πρώτο από τα οποία θα καθιερωνόταν αρχικά άτυπα και από το 1865 επίσημα ως «ο ελληνικός ύμνος». Ο Μάντζαρος και ο Σολωμός είδαν στην πρώιμη αυτή μελοποίηση μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διαδώσουν τα πανανθρώπινα μηνύματα της ποίησης. Σε αυτό κεντρικό ρόλο έπαιξε η χρήση της δημοτικής γλώσσας από τον Σολωμό. Εξίσου σημαντικό ρόλο, όμως, είχε και η μουσική του Μάντζαρου, η οποία συνδύαζε στοιχεία της χορωδιακής πρακτικής του λαού των επτανησιακών πόλεων και των μελοδραματικών ακουσμάτων, καθώς και ενθυμήματα των ρεπουμπλικανικών και των πατριωτικών μελωδιών της εποχής. Οι τελευταίες ήταν γενικευμένα διαδεδομένες σε όλη την Ευρώπη, η οποία μετά την Γαλλική Επανάσταση κόχλαζε. Ειδικά κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης ο αγώνας των Ελλήνων είχε λάβει πανευρωπαϊκή συμβολική σημασία και για πολλούς προοικονομούσε τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές επαναστάσεις που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Μια μελωδία δημοφιλής, αλλά όχι λαϊκίστικη Η επιτυχημένη μίξη από τον Μάντζαρο των λαϊκότροπων ακουσμάτων με τις επίκαιρες πατριωτικές μελωδίες και τη γλώσσα του λαού έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διάδοση της μελοποίησης του «Ύμνου». Το ποιητικό νόημα με τη μουσική ως όχημα συντάρασσε τους κατοίκους των Ιονίων, οι οποίοι βίωναν με τον τρόπο τους αρχικά τις ανησυχίες για την κατάληξη της Ελληνικής Επανάστασης και στη συνέχεια την επισημοποίηση του αιτήματος για την ένωση με το νεόκοπο ελλαδικό βασίλειο. Το αρχικό μέρος της μαντζαρικής μελοποίησης του 1829 ακουγόταν παντού στο Ιόνιο και η διάδοσή του είχε γίνει τόσο από στόμα σε στόμα όσο και μέσω μουσικών χειρογράφων (συχνά απλοποιημένων). Έτσι, η πασίγνωστη σήμερα μελωδία, σε πείσμα των απαγορεύσεων του καθεστώτος, είχε θέση στα επτανησιακά σαλόνια, στους δρόμους, στις εθνικές επετείους, στις ταβέρνες, σε «αυθόρμητες» μουσικές εκδηλώσεις, ακόμα και μέσα στο ίδιο το Παλάτι του Βρετανού Αρμοστή. Έτσι η μελοποίηση του Μάντζαρου ήδη από τη δεκαετία του 1840 είχε αναδειχθεί ως ο άτυπος ύμνος των Επτανήσων. Είχε, όμως, γίνει γνωστός και στον κυρίως ελλαδικό χώρο: Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με μαρτυρίες εποχής η μουσική του Μάντζαρου βρισκόταν ακόμη και στα χείλη του εξεγερμένου λαού των Αθηνών το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Ο «Ύμνος» και η Παλαιά Φιλαρμονική Η Παλαιά Φιλαρμονική φυσικά δεν έμεινε αμέτοχη σε αυτό το κλίμα. Από την πρώτη χρονιά της επίσημης λειτουργίας της (Σεπτέμβριος 1840) αποφάσισε ο εορτασμός της επετείου της 25ης Μαρτίου να είναι ο ένας από τους δύο επίσημους εορτασμούς του ιδρύματος (ο άλλος θα ήταν η επέτειος της ίδρυσής του). Και πράγματι τον Μάρτιο του 1841 (τρία μόλις έτη μετά την επίσημη καθιέρωση του εορτασμού τής ως άνω επετείου από τον Όθωνα) η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας εόρτασε με πανηγυρική συναυλία την Παλιγγενεσία. Ο εορτασμός αυτός θα κατείχε κεντρική θέση στις εκδηλώσεις του ιδρύματος για πάρα πολλές δεκαετίες και από την πρώτη στιγμή θα χαρακτηριζόταν από την ανάκρουση, όχι μόνο επί τούτου δημιουργημένων πατριωτικών συνθέσεων, αλλά και του «Ελληνικού Ύμνου», του μέχρι σήμερα δηλαδή γνωστού μας των Σολωμού και Μάντζαρου. Αυτό φυσικά δεν επρόκειτο μόνο για αναγνώριση των ίδιων των δημιουργών του, εκ των οποίων ο Μάντζαρος ήταν μέχρι τον θάνατό του (1872) Ισόβιος Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Παλαιάς Φιλαρμονικής, αλλά και για απτή απόδειξη της διάδοσης και της συμβολικής σημασίας του «Ύμνου» σε μια κοινωνία που βίωνε την πολιτική και εθνική κινητοποίησή της. Η διαπίστωση αυτή υπογραμμίζει έτι περισσότερο τη σημασία της παρουσίαςτου «ελληνικού ύμνου» στις συναυλίες της Παλαιάς Φιλαρμονικης κατά την κρίσιμη προενωτική περίοδο. Μάλιστα, τον «Ύμνο» αυτό ανέκρουσε η μπάντα της Παλαιάς και κατά το γεύμα που παρέθεσε η Αναγνωστική Εταιρεία Κερκύρας τον Απρίλιο του 1848 με την ευκαιρία της καθιέρωσης της ελευθεροτυπίας στα Επτάνησα. Το Οκτώβριο του 1863 το ίδιο μουσικό σύνολο απέδωσε μέσα στον χώρο της Ιονίου Βουλής τον «Ελληνικό Ύμνο» στο τέλος της συνεδρίασης, στην οποία αποφασίστηκε και επισήμως η Ένωση του Ιονίου Κράτους με το Βασίλειο της Ελλάδος.
Τον Ιούνιο του 1864 η πασίγνωστη σήμερα μελωδία του Μάντζαρου παιγμένηαπό την μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας καλωσόριζε στην Κέρκυρα, στην προκυμαία του Αγίου Νικολάου των Λουτρών, τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄, βάζοντας και μουσικά τέλος στην περίοδο της «Αγγλικής Προστασίας». Ο νέος μονάρχης του Ελληνικού Βασιλείου και εξ αγχιστείας συγγενής της βασίλισσας Βικτωρίας υιοθέτησε τον άτυπο αυτό ύμνο των Επτανήσων και λίγο αργότερα ζήτησε να καθιερωθεί «ως Βασιλικός Ύμνος και του Έθνους». Η ιδιαίτερη εκτίμηση του Γεωργίου στο πρόσωπο του εβδομηντάρη πλέον Μάντζαρου και σε όσα αυτός συμβόλιζε ήταν, άλλωστε, πασίγνωστη και απόλυτα δικαιολογημένη. Πέρα και πάνω από όλα, όμως, η καθιέρωση του Εθνικού Ύμνου το καλοκαίρι του 1865 ήρθε απλώς να επισημοποιήσει την από δεκαετίες διάδοσή του στην κοινή ελληνική συνείδηση. Αυτό γίνεται ακόμη σαφέστερο, αν σκεφτεί κανείς ότι η πρωιμότερη έκδοση και των 24 μερών της μελοποίησης του 1829 πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο μόλις το 1873 (εκτίθεται στο Μουσείο Μουσικής της Παλαιάς Φιλαρμονικής). Ο άμεσα σχετιζόμενος με την Ελληνική Παλιγγενεσία «Ύμνος των Επτανήσων», λοιπόν, καθιερωνόταν προ 156 ετών ως ο «Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος». Μια αποτίμηση Η μαντζαρική μελοποίηση, λοιπόν, είναι γνήσιο τέκνο της εποχής των επαναστάσεων και απέχει πολύ από την «ελαφρότητα» που κατά καιρούς ορισμένοι προσπαθούν να της αποδώσουν. Αντιθέτως, ο Ελληνικός Ύμνος πρωτοπορεί πανευρωπαϊκά σε διάφορα επίπεδα, με ουσιαστικότερο να είναι το ότι οι Έλληνες απέκτησαν «εθνικόν άσμα» στη δημοτική τους γλώσσα, το οποίο εξυμνούσε την Ελευθερία σε όλες τις εκφάνσεις της. Να σημειωθεί, ότι ο σημερινός ιταλικός ύμνος (που έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με τον ελληνικό) συντέθηκε το 1847, αλλά επισημοποιήθηκε μόλις το 1946, ενώ ακόμη και η περίφημη «Μασσαλιώτιδα», παρότι πρωτακούστηκε το 1792 (και έλαβε και ελληνόφωνη εκδοχή), καθιερώθηκε ως γαλλικός ύμνος μόλις το 1879. Παράλληλα, ο ελληνικός ύμνος είναι ο πρώτος μιας σειράς ύμνων χωρών, οι οποίες πέτυχαν την ανεξαρτησία τους ή την κοινωνική αναγέννησή τους μέσα από πολεμικές συγκρούσεις. Είναι ενδιαφέρον, ότι εκτός του ιταλικού και του γαλλικού ύμνου, χαρακτηριστικά παρόμοια με τον ελληνικό έχουν και μια πλειάδα ύμνων της λεγόμενης Λατινικής Αμερικής. Η Ελλάδα, λοιπόν, πρωτοπόρησε διεθνώς, ίσως ανέλπιστα, στη μουσική έκφραση του συλλογικού υποσυνείδητου στον αγώνα για την Ελευθερία με «μουσικά υλικά» που ήταν πανευρωπαϊκά κοινώς αποδεκτά. Αυτό συνέβη ακριβώς στην αρχή της περιόδου, η οποία έμελλε να σημαδευτεί από τις επαναστάσεις του 1831 και ου 1848, αλλά και της παρισινής Κομμούνας του 1871.
***
|
|
|